νεκρικῶς
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
French (Bailly abrégé)
adv.
comme un mort.
Étymologie: νεκρικός.
Russian (Dvoretsky)
νεκρικῶς: как у мертвеца: ν. τὴν χροίαν ἔχειν Luc. быть мертвенно-бледным.