νεκταριώδης

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source

Greek (Liddell-Scott)

νεκταριώδης: -ες, ὅμοιος νέκταρι, νεκταρώδης, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ, 1105D.

Greek Monolingual

νεκταριώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με νέκταρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ + κατάλ. -ιώδης (πρβλ. αιθεριώδης)].