νευρασθένεια

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

η
ιατρ. κατάσταση σωματικής και ψυχικής αδυναμίας, με πολλαπλές αιτιάσεις του πάσχοντος από όλο το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurasthenia < νευρ(ο)- + ασθένεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].