νευροκοπώ

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

νευροκοπῶ, -έω (Α)
1. κόβω τα νεύρα
2. κόβω τη χορδή τόξου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. δενδρο-κόπος, ξυλο-κόπος.