νευροκοπώ

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

νευροκοπῶ, -έω (Α)
1. κόβω τα νεύρα
2. κόβω τη χορδή τόξου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. δενδρο-κόπος, ξυλο-κόπος.