νεφραμιά

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

η
1. κομμάτι κρέατος, κυρίως από αρνί ή από κατσίκι, το οποίο περιέχει νεφρό
2. το τμήμα της πλευράς ανθρώπου ή ζώου που αντιστοιχεί στην οσφυϊκή περιοχή και περιέχει τα νεφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρό + -αμιά].