Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεφραμιά

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

η
1. κομμάτι κρέατος, κυρίως από αρνί ή από κατσίκι, το οποίο περιέχει νεφρό
2. το τμήμα της πλευράς ανθρώπου ή ζώου που αντιστοιχεί στην οσφυϊκή περιοχή και περιέχει τα νεφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρό + -αμιά].