νεφόθεν

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged

Source

Greek (Liddell-Scott)

νεφόθεν: Ἐπίρρ. ἐκ τῶν νεφῶν, χαλαζῶν πετρώματα νεφόθεν δισκευθέντα Κ. Μανασσ. Χρον. 5436.

Greek Monolingual

νεφόθεν (Μ)
επίρρ. από τα σύννεφα («χαλαζῶν πετρώματα νεφόθεν δισκευθέντα», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. νεφελόθεν)].