νεόστατος
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
Cypr. νεϝόστατος, = νεώτατος, latest, last, τᾶν ἐπαγομενᾶν ν. Inscr.Cypr.134 H.
Greek (Liddell-Scott)
νεόστατος: -ον, νεωστὶ σταθείς, στερεωθείς, νεοπαγής, Κ. Πορφυρ. σ. 91, καὶ Ἀρχαῖα Λεξικ.
Greek Monolingual
νεόστατος, -ον (ΑΜ, Α κυπριακός τ. νεFόστατος, -ον) αυτός που στερεώθηκε πρόσφατα, νεοπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + στατός (< συνεσταλμένη βαθμίδα στά- του ἵστημι / ἵστᾱμι), πρβλ. ορθό-στατος].