ντελικάτος
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ντελικάτος και δελικάτος και διλικάτος -η, -ον)
νεοελλ.
1. λεπτός στην κατασκευή ή στους τρόπους, λεπτοκαμωμένος, λεπτοφυής, ευγενικός, αβρός
2. ευπαθής, φιλάσθενος
μσν.
(για τρόφιμα) νόστιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. delicato «αβρός, κομψός» < λατ. delicatus «τρυφερός, αβρός». Οι τ. με το -δ- (δελικάτος, διλικάτος) από υπεραστισμό].