ντελικάτος
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ντελικάτος και δελικάτος και διλικάτος -η, -ον)
νεοελλ.
1. λεπτός στην κατασκευή ή στους τρόπους, λεπτοκαμωμένος, λεπτοφυής, ευγενικός, αβρός
2. ευπαθής, φιλάσθενος
μσν.
(για τρόφιμα) νόστιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. delicato «αβρός, κομψός» < λατ. delicatus «τρυφερός, αβρός». Οι τ. με το -δ- (δελικάτος, διλικάτος) από υπεραστισμό].