ντελικάτος

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ντελικάτος και δελικάτος και διλικάτος -η, -ον)
νεοελλ.
1. λεπτός στην κατασκευή ή στους τρόπους, λεπτοκαμωμένος, λεπτοφυής, ευγενικός, αβρός
2. ευπαθής, φιλάσθενος
μσν.
(για τρόφιμα) νόστιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. delicato «αβρός, κομψός» < λατ. delicatus «τρυφερός, αβρός». Οι τ. με το -δ- (δελικάτος, διλικάτος) από υπεραστισμό].