νυκτοφυλακή

From LSJ

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτοφῠλᾰκή Medium diacritics: νυκτοφυλακή Low diacritics: νυκτοφυλακή Capitals: ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΚΗ
Transliteration A: nyktophylakḗ Transliteration B: nyktophylakē Transliteration C: nyktofylaki Beta Code: nuktofulakh/

English (LSJ)

ἡ, = νυκτοφυλακία (night-watch), v. νυκτοφυλακέω.

Greek Monolingual

και νυχτοφυλακή, η (Α νυκτοφυλακή)
νυχτερινή φρουρά
νεοελλ.
1. το σύνολο τών στρατιωτών που αποτελούν τη νυχτερινή φρουρά
2. υπηρεσία που φρουρεί έναν τόπο ή εποπτεύει στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φυλακή.