νυχαυγής

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῠχαυγής Medium diacritics: νυχαυγής Low diacritics: νυχαυγής Capitals: ΝΥΧΑΥΓΗΣ
Transliteration A: nychaugḗs Transliteration B: nychaugēs Transliteration C: nychavgis Beta Code: nuxaugh/s

English (LSJ)

νυχαυγές, shining by night, Orph.H.3.7,71.8.

Greek (Liddell-Scott)

νῠχαυγής: -ές, ὁ διὰ νυκτὸς λάμπων, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 7., 70. 8.

Greek Monolingual

νυχαυγής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυχ- του νύξ, νυκτός με δασύ σύμφωνο (βλ. λ. νύχτα) + -αυγής (< αυγή), πρβλ. χρυσαυγής].

German (Pape)

ές, Nachts glänzend, Orph. H. 2.7.