νυχαυγής
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
νυχαυγές, shining by night, Orph.H.3.7,71.8.
Greek (Liddell-Scott)
νῠχαυγής: -ές, ὁ διὰ νυκτὸς λάμπων, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 7., 70. 8.
Greek Monolingual
νυχαυγής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυχ- του νύξ, νυκτός με δασύ σύμφωνο (βλ. λ. νύχτα) + -αυγής (< αυγή), πρβλ. χρυσαυγής].
German (Pape)
ές, Nachts glänzend, Orph. H. 2.7.