νωγαλέος

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωγᾰλέος Medium diacritics: νωγαλέος Low diacritics: νωγαλέος Capitals: ΝΩΓΑΛΕΟΣ
Transliteration A: nōgaléos Transliteration B: nōgaleos Transliteration C: nogaleos Beta Code: nwgale/os

English (LSJ)

λαμπρός, Zonar. Adv. νωγαλέως Id.

Greek Monolingual

νωγαλέος (Α)
(κατά τον Ζωναρ.) «λαμπρός».
επίρρ...
νωγαλέως (Α)
(κατά τον Ζωναρ.) «λαμπρῶς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για γλώσσα που παραδίδεται από τον Ζωναρά και η οποία, παρά την ομοιότητα στη μορφή, δεν μπορεί να συνδεθεί ανεπιφύλακτα με τη λ. νώγαλα «ορεκτικά εδέσματα». Πιο πιθανό είναι ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ.].