νόθευση

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ νόθευσις) νοθεύω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νοθεύω, νοθεία
νεοελλ.
φρ. «νόθευση εγγράφου» — παραποίηση, πλαστογράφηση εγγράφου με σκοπό την παραπλάνηση κάποιου, αλλ. πλαστογραφία.