νόσωσις
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Full diacritics: νόσωσις | Medium diacritics: νόσωσις | Low diacritics: νόσωσις | Capitals: ΝΟΣΩΣΙΣ |
Transliteration A: nósōsis | Transliteration B: nosōsis | Transliteration C: nososis | Beta Code: no/swsis |
-εως, ἡ, v. νόσανσις.
νόσωσις: εως ἡ Arst. v.l. = νόσανσις.
νόσωσις: -εως, ἡ, ἴδε ἐν λ. νόσανσις.
νόσωσις, ἡ (Α)
νόσανσις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ωσις μέσω νοσῶ, -όω (πρβλ. κάκωσις)].