ξέγδαρμα

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446

Greek Monolingual

το ξεγδέρνώ
1. αφαίρεση δέρματος, εκδορά
2. ασήμαντο επιφανειακό τραύμα της επιδερμίδας, νυχιά, γρα
τσουνιά, αμυχή
3. παροιμ. «ξένος πόνος ξέγδαρμα» — η λύπη για την ατυχία που βρίσκει κάποιον άλλον περνάει γρήγορα.