ξέσκουφος
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που δεν φοράει σκούφο, ξεσκούφωτος, ο χωρίς καπέλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφουσκώνω].