ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
και ξέχωσμα, το ξεχώνω1. εξαγωγή ενός πράγματος βαθιά χωμένου στη γη2. εκταφή νεκρού.