ξέχωμα

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

και ξέχωσμα, το ξεχώνω
1. εξαγωγή ενός πράγματος βαθιά χωμένου στη γη
2. εκταφή νεκρού.