ξανθοφανής

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

German (Pape)

[Seite 275] ές, = Vorigem, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθοφανής: -οῦς, ὁ φαινόμενος ξανθός, εἶδος πόας, = σιδηρῖτις, Διοσκ. 4, 33, ἐκ τῶν νόθων.

Greek Monolingual

ξανθοφανής, -ές (Α)
1. αυτός που φαίνεται ξανθός
2. το αρσ. ως ουσ.ξανθοφανής
το ποώδες φυτό σιδηρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. χρυσοφανής].