Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
1. κάνω κάτι να αποκτήσει λευκό χρώμα, ασπρίζω, λευκαίνω
2. γίνομαι λευκός, αποκτώ λευκό χρώμα
3. αποχρωματίζω, ξεθωριάζω («τα ρούχα τά ξάσπρισε ο ήλιος»)
4. χάνω το χρώμα μου, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω
5. (για στάχια) ωριμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + ασπρίζω].