ξασπρίζω

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek Monolingual

1. κάνω κάτι να αποκτήσει λευκό χρώμα, ασπρίζω, λευκαίνω
2. γίνομαι λευκός, αποκτώ λευκό χρώμα
3. αποχρωματίζω, ξεθωριάζω («τα ρούχα τά ξάσπρισε ο ήλιος»)
4. χάνω το χρώμα μου, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω
5. (για στάχια) ωριμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + ασπρίζω].