ξεβιδώνω

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

1. βγάζω ή λασκάρω τη βίδα, αποκοχλιώνω
2. εξαντλώ με επίπονη σωματική άσκηση
3. τρελαίνω («οι πολλές σκέψεις και οι στενοχώριες τον ξεβίδωσαν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + βιδώνω].