ξεβιδώνω

From LSJ

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source

Greek Monolingual

1. βγάζω ή λασκάρω τη βίδα, αποκοχλιώνω
2. εξαντλώ με επίπονη σωματική άσκηση
3. τρελαίνω («οι πολλές σκέψεις και οι στενοχώριες τον ξεβίδωσαν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + βιδώνω].