ξεκοιλιάζω
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Greek Monolingual
1. (σχετικά με σφάγια) ανοίγω την κοιλιά και αφαιρώ τα εντόσθια
2. (για πρόσ.) τραυματίζω στην κοιλιά με μαχαίρι, τραυματίζω θανάσιμα
3. δίνω σε κάποιον υπερβολικές ποσότητες τροφής
4. (το μέσ.) ξεκοιλιάζομαι
μτφ. τρώω υπερβολικά, φουσκώνω από το φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-εκοιλίασα (βλ. και λ. ξε- με στερ. σημ.), αόρ. του ἐκκοιλιάζω, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].