ξεκοιλιάζω
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Greek Monolingual
1. (σχετικά με σφάγια) ανοίγω την κοιλιά και αφαιρώ τα εντόσθια
2. (για πρόσ.) τραυματίζω στην κοιλιά με μαχαίρι, τραυματίζω θανάσιμα
3. δίνω σε κάποιον υπερβολικές ποσότητες τροφής
4. (το μέσ.) ξεκοιλιάζομαι
μτφ. τρώω υπερβολικά, φουσκώνω από το φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-εκοιλίασα (βλ. και λ. ξε- με στερ. σημ.), αόρ. του ἐκκοιλιάζω, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].