Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
-άω και ξενυχτίζω
1. περνώ τη νύχτα άγρυπνος, διανυκτερεύω
2. διασκεδάζω τις μεταμεσονύκτιες ώρες
3. εργάζομαι μέχρι το πρωί
4. κάνω κάποιον να μείνει άγρυπνος («με την κουβέντα μέ ξενύχτισε»)
5. αγρυπνώ δίπλα σε άρρωστο ή στη σορό νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + νύχτα].