ξενυχτώ

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek Monolingual

-άω και ξενυχτίζω
1. περνώ τη νύχτα άγρυπνος, διανυκτερεύω
2. διασκεδάζω τις μεταμεσονύκτιες ώρες
3. εργάζομαι μέχρι το πρωί
4. κάνω κάποιον να μείνει άγρυπνος («με την κουβέντα μέ ξενύχτισε»)
5. αγρυπνώ δίπλα σε άρρωστο ή στη σορό νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + νύχτα].