Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξενυχτώ

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281

Greek Monolingual

-άω και ξενυχτίζω
1. περνώ τη νύχτα άγρυπνος, διανυκτερεύω
2. διασκεδάζω τις μεταμεσονύκτιες ώρες
3. εργάζομαι μέχρι το πρωί
4. κάνω κάποιον να μείνει άγρυπνος («με την κουβέντα μέ ξενύχτισε»)
5. αγρυπνώ δίπλα σε άρρωστο ή στη σορό νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + νύχτα].