ξεχαρβαλώνω

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source

Greek Monolingual

1. διαλύω με άτεχνο τρόπο αντικείμενο στα μέρη από τα οποία απαρτίζεται έτσι ώστε να μην ξαναφτειάχνεται
2. μέσ. ξεχαρβαλώνομαι
εξαρθρώνομαι λόγω παλαιότητας ή κακού χειρισμού, δυσλειτουργώ, λειτουργώ κακώς
3. μτφ. διαταράσσω τον κανονικό ρυθμό λειτουργίας μιας υπηρεσίας ή ενός οργανισμού, αποδιοργανώνωσπίτι ξεχαρβαλωμένο» — οικογένεια που ζει μισοδιαλυμένη, χωρίς τάξη και ηθικούς φραγμούς).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + χαρβαλώνω «εξαρθρώνω» (< χάρβαλον «καθετί διαλυμένο, εξαρθρωμένο»)].