ξυλάνη
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
Greek Monolingual
η
(βιοχ.) πολυσακχαρίτης του οποίου κυριότερη δομική υπομονάδα είναι ο μονοσακχαρίτης ξυλόξη και που αποτελεί συστατικό της ημικυτταρίνης και απαντά σε πολλούς φυτικούς οργανισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylan (< ξύλο)].