Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οδοντώδης

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

-ες οδούς
1. αυτός που μοιάζει με δόντι
2. αυτός που έχει πολλά δόντια
3. το ουδ. ως ουσ. το οδοντώδες
ζωολ. το ξύστρο τών μαλακίων.