Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οικοκύρης

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

ο, θηλ. οικοκυρά (Μ οἰκοκύρης και οἰκοκύριος και οἰκοκυρός)
νοικοκύρης, οικοδεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οἰκοκύρης < οἰκοκύριος (πρβλ. και κύρης: κύριος) < οἶκος + κύριος.