οικοκύρης
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
Greek Monolingual
ο, θηλ. οικοκυρά (Μ οἰκοκύρης και οἰκοκύριος και οἰκοκυρός)
νοικοκύρης, οικοδεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οἰκοκύρης < οἰκοκύριος (πρβλ. και κύρης: κύριος) < οἶκος + κύριος.