οιστροβολώ

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698

Greek Monolingual

οἰστροβολῶ, -έω (Α)
(ποιητ. τ.) (ιδίως για τα πλήγματα τών βελών του Έρωτα) τσιμπώ, κεντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -βολῶ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνοβολώ].