οκταπόδης

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

ὀκταπόδης, -ου, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ πόδια
2. αυτός που έχει οκτώ πόδια («ὀκταπόδης καρκίνος», Νικ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. επταπόδης].