ολοκαύτωμα

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source

Greek Monolingual

το (Α ολοκαύτωμα)
[[[ολοκαυτώ]] (II)]
νεοελλ.
1. καθετί που καταστρέφεται ολοκληρωτικά από τη φωτιά
2. μτφ. ολοκληρωτική και οδυνηρή θυσία, ιδίως για ένα ιδανικό («το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου»)
αρχ.
προσφερόμενο θύμα το οποίο καίγεται ολόκληρο πάνω στη φωτιάτότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν καί ολοκαυτώματα», ΠΔ).