ολολυγμός

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

ο (Α ὀλολυγμός) ολολύζω
ολολυγή, σκούξιμο, κλάμα με φωνές και κραυγές, γοερός θρήνος, οδυρμός
αρχ.
1. δυνατή κραυγή, ιδίως τών γυναικών, χαράς ή επίκλησης τών θεών («ὀλολυγμὸν εὐφημοῦντα τῆδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν», Αισχύλ.)
2. θριαμβευτικό άσμα.