ομοειδής

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὁμοειδής, -ές)
1. αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, αυτός που έχει τις ίδιες ιδιότητες
2. αυτός που είναι όμοιος με άλλον στη μορφή ή στο σχήμα
αρχ.
1. ομογενής
2. αντίστοιχος («ἡλικίῃ μάλιστα τῇ ὁμοειδέϊ», Ιπποκρ.)
3. ομοιόμορφος
4. αυτός που δεν μεταβάλλεται, που δεν αλλάζει («ὁμοειδὲς ἄνθος», Διοσκ.)
5. (για συγγραφέα που αποφεύγει τις παρεκβάσεις) μονότονος
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμοειδῆ
οι ομοιότητες.
επίρρ...
ομοειδώς (ΑΜ ὁμοειδῶς)
με όμοιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ειδής].