Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
ὁμοθάλαμος, -ον (Α)αυτός που ζει στην ίδια οικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θάλαμος (πρβλ. νεοθάλαμος)].