ομόφλεκτος

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source

Greek Monolingual

ὁμόφλεκτος, -ον (Α)
ομοφλεγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύφλεκτος, ημίφλεκτος].