ὁμόφλεκτος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ὁμόφλεκτον, = ὁμοφλεγής (burning together, burning at once), Nonn. D. 42.493 (s.v.l.).
Greek Monolingual
ὁμόφλεκτος, -ον (Α)
ομοφλεγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύφλεκτος, ημίφλεκτος].