ομόφλεκτος

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

ὁμόφλεκτος, -ον (Α)
ομοφλεγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύφλεκτος, ημίφλεκτος].