ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
ὁμόω (Α) ομός1. ενώνω, συνδέω, συνάπτω2. εξομοιώνω.
ομόω: (только aor. pass.) соединять (ὁμωθῆναι φιλότητι Hom.).