ομόω

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source

Greek Monolingual

ὁμόω (Α) ομός
1. ενώνω, συνδέω, συνάπτω
2. εξομοιώνω.

Russian (Dvoretsky)

ομόω: (только aor. pass.) соединять (ὁμωθῆναι φιλότητι Hom.).