ονοβατώ

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

ὀνοβατῶ, -έω (Α)
1. ενεργώ ώστε ο ονος να βατεύσει θηλυκό όνο
2. (για όνο) βατεύω θηλυκό όνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -βατῶ (< -βάτης < βαίνω), πρβλ. ορειβατώ].