ονυχιαίος

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ ὀνυχιαῖος, -α, -ον)
1. αυτός που έχει τις διαστάσεις ενός νυχιού, ελάχιστος
2. (κατ' επέκτ.) (για πρόσ.) ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, -υχος (Ι) + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μηριαίος)].