οπισθοδρομώ

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

(Α ὀπισθοδρομῶ, -έω) οπισθοδρόμος
τρέχω ή κινούμαι προς τα πίσω, οπισθοχωρώ
νεοελλ.
μτφ. καθυστερώ στην εξέλιξη μου, μένω πίσω, δεν προοδεύω, παρακμάζω.