οπισθοδρομώ

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual

(Α ὀπισθοδρομῶ, -έω) οπισθοδρόμος
τρέχω ή κινούμαι προς τα πίσω, οπισθοχωρώ
νεοελλ.
μτφ. καθυστερώ στην εξέλιξη μου, μένω πίσω, δεν προοδεύω, παρακμάζω.