Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(Α ὀπισθοδρομῶ, -έω) οπισθοδρόμος
τρέχω ή κινούμαι προς τα πίσω, οπισθοχωρώ
νεοελλ.
μτφ. καθυστερώ στην εξέλιξη μου, μένω πίσω, δεν προοδεύω, παρακμάζω.