(Α ὀπισθοδρομῶ, -έω) οπισθοδρόμοςτρέχω ή κινούμαι προς τα πίσω, οπισθοχωρώνεοελλ.μτφ. καθυστερώ στην εξέλιξη μου, μένω πίσω, δεν προοδεύω, παρακμάζω.