οπωροφάγος

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
αυτός που τρέφεται αποκλειστικά ή κυρίως με φρούτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. χορτοφάγος.