Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
ὀρθρεύω (Α) όρθρος1. (ενεργ. και μέσ.) ξυπνώ πολύ πρωί2. επαγρυπνώ, βρίσκομαι σε εγρήγορση.