ορθρεύω

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

ὀρθρεύω (Α) όρθρος
1. (ενεργ. και μέσ.) ξυπνώ πολύ πρωί
2. επαγρυπνώ, βρίσκομαι σε εγρήγορση.