ορθόκραιρος
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Greek Monolingual
ὀρθόκραιρος, -αίρα, -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. (για ζώο) αυτός που έχει όρθια κέρατα («κρέα... βοῶν ὀρθοκραιράων», Ομ. Ιλ.)
2. (για πλοίο) αυτός του οποίου τα άκρα προεξέχουν σαν κέρατα
3. (για οροσειρά) αυτός που έχει μυτερή κορυφή, οξυκόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κραιρος (< κραίρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ισόκραιρος].