ορόσημο

From LSJ

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source

Greek Monolingual

το
1. σήμα από λίθο ή άλλο υλικό που τοποθετείται για να δείχνει τα όρια μιας έκτασης στην ξηρά ή στη θάλασσα, οροθέσιο
2. μτφ. οριακό γεγονός, καθοριστικό συμβάν («ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος ήταν ένα ορόσημο για την ιστορία του 20ού αιώνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρος (Ι) + -σημο (< σήμα), πρβλ. γραμματό-σημο. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].