οστεομαλακία
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
Greek Monolingual
και οστεομαλακυνσία και οστεομαλάκυνση, η
ιατρ. απασβεστωτική νόσος τών οστών με ελάττωση του επιπέδου του ασβεστίου και του φωσφόρου στο αίμα, νόσος που μπορεί να θεραπευθεί με χορήγηση βιταμίνης D.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteomalacia < ὀστέον / ὀστοῦν + -μαλακία (< μαλακός). Ο τ. ὀστεομαλακία μαρτυρείται από το 1849 στον Ν. Κωστή].